Όσο η φήμη της ομάδας μας μεγαλώνει και οι πεζοπορικές μας εξορμήσεις γίνονται κυριολεκτικά ανάρπαστες, μας τίθεται διαρκώς το ερώτημα γιατί δεν μισθώνουμε μεγαλύτερο πούλμαν ή ένα δεύτερο πούλμαν.
Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σήμερα μέσα από το άρθρο μας αυτό.
Καταρχάς η ελληνική επαρχία δεν διαθέτει το οδικό δίκτυο για να εξυπηρετεί μεγάλα πούλμαν. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ούτε καν πούλμαν 50 θέσεων. Ο συνηθέστερος λόγος είναι ότι το δρομολόγιο διέρχεται μέσα από μικρά χωριά με πολύ στενούς δρόμους και μπαλκόνια σπιτιών που εμποδίζουν την διέλευση ενός μεγάλου οχήματος. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την διοργάνωση μιας πεζοπορίας που σε ορισμένες περιπτώσεις αν δεν αποτελεί αιτία να μην προστεθεί ένας προορισμός στο πρόγραμμα, σίγουρα ευθύνεται για ορισμένα μέτρα που θα κληθούμε να περπατήσουμε επιπλέον μέχρι την αρχή του μονοπατιού μας. Φανταστείτε μόνο ως διοργανωτές να έχουμε συγκεντρώσει κόσμο για να πάμε σε έναν προορισμό και την ημέρα της διεξαγωγής να διαπιστώσουμε ότι το λεωφορείο δεν μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων πριν την πεζοπορία μας. Κάτι τέτοιο βέβαια αποκλείεται να συμβεί με την ομάδα μας διότι πρώτα έχουμε κάνει έρευνα όλης της διαδρομής. Και τελικά να πρέπει να επιστρέψουμε πίσω. Αν φυσικά καταφέρει να πάρει στροφή ένα τέτοιο όχημα. Που ναι μεν προσφέρει πολυτέλεια αλλά για τον σκοπό αυτό κρίνεται ιδιαίτερα δύσχρηστο.
Επιπροσθέτως ούτε οι τοπικές επιχειρήσεις εστίασης διαθέτουν τις υποδομές και το προσωπικό να εξυπηρετήσουν μεγάλο αριθμό εκδρομέων. Και αν το κάνουν θα το κάνουν με εξαιρετική δυσκολία, αμφίβολη αποτελεσματικότητα και έπειτα από επίπονες προσπάθειες συνεννόησης των διοργανωτών μαζί τους.
Αλλά και η διαχείριση 100 ατόμων για παράδειγμα μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι όσα στελέχη της επιχείρησής μας και αν διαθέσουμε για τον σκοπό αυτό. Διότι ένας αριθμός τόσων ατόμων μέσα σε ένα ορεινό μονοπάτι ενίοτε μπορεί να κρύβει και κινδύνους για τους ίδιους τους συμμετέχοντες και την ασφαλή μετακίνησή τους. Ειδικά από την στιγμή που κατά κανόνα η πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε τέτοιες δράσεις στην Ελλάδα έχει μηδενική εκπαίδευση σε θέματα πεζοπορικής συμπεριφοράς μέσα σε ένα φυσικό τοπίο. Η όλη εμπειρία τελικά ίσως να εξελιχθεί σε αρνητική για όλο το γκρουπ και πρωτίστως για τους διοργανωτές.
Όμως κανένας από τους παραπάνω λόγους δεν είναι τόσο σημαντικός όσο η αξία του σεβασμού προς το φυσικό περιβάλλον και το οικοσύστημα που πρόκειται να επισκεφθούμε.
Πολλές δεκαετίες πριν ο όρος «φέρουσα ικανότητα» (carrying capacity) ενός φυσικού περιβάλλοντος, προσδιορίστηκε ως ο αριθμός των ατόμων και η ένταση των δραστηριοτήτων (ανθρωπογενής παρέμβαση) που ένα οικοσύστημα μπορεί να αντέξει χωρίς τον κίνδυνο σημαντικής υποβάθμισής του. Εσχάτως εξειδικεύτηκε περισσότερο στην διεθνή βιβλιογραφία ως “tourism carrying capacity” επισημαίνοντας το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού στην φέρουσα ικανότητα του περιβάλλοντος. Όπως ακριβώς οι δικές μας δράσεις στην φύση.
Ο όρος αυτός είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την ίδια την ύπαρξη του οικοσυστήματος. Ήδη η άναρχη δόμηση και οι ανθρώπινες κατασκευές έχουν αλλοιώσει σε τεράστιο βαθμό τα δημοφιλέστερα φυσικά τοπία της πατρίδας μας. Τα δασικά μονοπάτια μιας ορεινής πεζοπορίας στην πλειοψηφία τους βρίσκονται μέσα στην καρδιά ενός τέτοιου οικοσυστήματος που σε αρκετές περιπτώσεις είναι και ενταγμένο σε ένα ευρύτερο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών, γνωστό ως δίκτυο «Natura». Η ανάγκη καθαρισμού του μονοπατιού και της σηματοδότησής του, έχει επιφέρει ήδη μια σημαντική αλλαγή στο τοπίο, απαραίτητη όμως για την ανάπτυξη ασφαλούς δικτύου μονοπατιών της χώρας και την ανάδειξη του πεζοπορικού τουρισμού.
Τα ποδοβολητά των πεζοπόρων, οι φωνές τους και ο εξοπλισμός τους επιτείνουν ήδη τη διατάραξη μιας ισορροπίας που αντανακλά και στην ποιότητα της εμπειρίας αναψυχής. Η πεζοπορία στην φύση ως το γνησιότερο ίσως βιωματικό αθλητικό δρώμενο στοχεύει αναμφίβολα και στην ψυχική ανάταση των συμμετεχόντων μέσω της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον. Αρκετές φορές απορούμε με την απαίτηση ορισμένων να συναντήσουν στην διαδρομή μας ελάφια, ζαρκάδια ή άλλα άγρια ζώα όταν οι φωνές και ομιλίες τους (ανώφελες στις περισσότερες των περιπτώσεων), παρά τις δικές μας συστάσεις ακούγονται χιλιόμετρα μακριά. Και αμφιβάλλουμε αν έστω και οι μισοί άκουσαν έστω κάποιους ήχους της φύσης.
Δεν θέλουμε καν να αναφερθούμε στην μόλυνση του τοπίου από απορρίμματα των επισκεπτών πεζοπόρων γιατί και μόνο η σκέψη μας αρρωσταίνει. Τουλάχιστον στο ζήτημα αυτό η ευαισθητοποίηση των ελληνικών πεζοπορικών ομάδων και των μελών τους δείχνει να βρίσκεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο και αυτό είναι άξιο αναφοράς.
Συχνά διαβάζουμε σε άλλες ομάδες για την αγάπη των διοργανωτών για την φύση, την εμπειρία τους σε πεζοπορικά μονοπάτια και την υπόσχεση να παρέχουν μια φυσιολατρική εμπειρία αξέχαστη και μοναδική. Και όταν διαπιστώνουμε ότι έγινε χρήση δυο και τριών πούλμαν στον ίδιο προορισμό για να συνδυαστεί αυτή η εμπειρία και με την εισπρακτική επιτυχία των διοργανωτών, τότε αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για το αν υπάρχει πράγματι αντίληψη της φέρουσας ικανότητας και πραγματική αγάπη για το περιβάλλον.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι και τα πενήντα άτομα είναι αριθμός υπερβολικά μεγάλος αν κάποιος επιθυμεί μια ποιοτική εμπειρία αναψυχής. Ο συσχετισμός όμως των αναγκαίων εξόδων για την διεξαγωγή μιας πεζοπορικής εξόρμησης, της διαθέσιμης χωρητικότητας και άνεσης των πούλμαν από τις ελληνικές μεταφορικές επιχειρήσεις και ενός εύλογου κέρδους των διοργανωτών, καθιέρωσε τον αριθμό αυτό ως ιδανικό για μια επιχείρηση όχι όμως για το ίδιο το περιβάλλον.
Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι δυστυχώς στην χώρα μας η περιβαλλοντική εκπαίδευση από το σχολείο είναι ανεπαρκής, η νομοθετική πρόβλεψη ανύπαρκτη και η προσπάθεια των διοργανωτών πεζοπορίας για περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση ή τεχνική εκπαίδευση των συμμετεχόντων στην πεζοπορία είναι ελάχιστη ως μηδαμινή.
Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις μια τέτοια προσπάθεια ενημέρωσης ή εκπαίδευσης των συμμετεχόντων λαμβάνεται και ως ενοχλητική ή ακόμα και περιττή.
Στην πραγματικότητα όμως είναι απολύτως αναγκαία εξαιτίας της άγνοιας που υπάρχει ανάμεσα στη σύνδεση της φέρουσας ικανότητας του φυσικού περιβάλλοντος και της δυνατότητάς του να μας παρέχει αυτά για τα οποία το επισκεπτόμαστε.
Η διάθεση αρκετών να μην αποχωρίζονται την τοξική αστική τους κουλτούρα ούτε μέσα στα παραδεισένια μονοπάτια των προορισμών μας επιτείνει το πρόβλημα του ποσοτικού αλλά και ποιοτικού μεγέθους ενός πεζοπορικού γκρουπ. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε επίμονες ερωτήσεις του στυλ : «φτάνουμε;», «πόσο έχουμε ακόμα;» «αργεί ακόμα ο τερματισμός;».
Τέτοιες συμπεριφορές εμποδίζουν το ίδιο το άτομο αλλά και τους υπολοίπους του γκρουπ να απολαύσουν στο έπακρο τα οφέλη της επαφής με την φύση και φέρνουν σε δύσκολη θέση τους διοργανωτές οι οποίοι τελικά διαπιστώνουν ότι για κάποιους η πεζοπορία έχει διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και ότι τελικά το κίνητρο συμμετοχής τους μόνο η αγάπη για την φύση και την πεζοπορία δεν ήταν. Το αστικό συμπεριφορικό μοντέλο που το χαρακτηρίζει η σύγχυση, η υπερβολή, η άγνοια, το στρες και η αποξένωση του ατόμου από οτιδήποτε το περιβάλλει, κάνει έντονη την εμφάνισή του και κατά την διάρκεια μιας πεζοπορίας στο βουνό. Κατ’ επέκταση ο πεζοπόρος δεν αισθάνεται μέρος του περιβάλλοντος, δεν συνειδητοποιεί ότι εκείνη τη στιγμή συμμετέχει σε μια βιωματική και επιδραστική εμπειρία που έχει την δυνατότητα να του αλλάξει την ζωή και αδυνατεί να κατανοήσει την κατάσταση από την πλευρά ενός πραγματικού φυσιολάτρη.
Λύσεις υπάρχουν.
Η επανάληψη της πεζοπορίας στον ίδιο προορισμό σε κάποια άλλη ημερομηνία, είναι μια λύση που με ιδιαίτερη χαρά διαπιστώνουμε ότι υιοθετούν όλο και περισσότερες ομάδες το τελευταίο διάστημα.
Η σωστή ενημέρωση και η διαρκής εκπαίδευση εκ μέρους των διοργανωτών πάνω στο θέμα της φέρουσας ικανότητας και της ποιότητας εμπειρίας αναψυχής μπορεί να αλλάξει την διαμορφωθείσα κατάσταση και να επιτύχει την αλλαγή της υπάρχουσας κουλτούρας. Αυτή η αλλαγή είτε θα συνοδευτεί με αλλαγή της πεζοπορικής συμπεριφοράς και αποκλεισμό εκείνων που αδυνατούν να αντιληφθούν την πεζοπορία ως βιωματική εμπειρία αναψυχής ή θα καταστήσει πιο κατανοητή την ανάγκη για ολιγάριθμα και ομογενοποιημένα γκρουπ έστω και με ακριβότερο αντίτιμο. Μόνο έτσι θα προστατευθεί το περιβάλλον και θα διαφυλαχθεί ο πραγματικός χαρακτήρας της πεζοπορίας στην φύση.